- τάχτι
- και ντάχτι και ταχτιρντί και νταχτιρντί Νπροσφώνηση σε βρέφος όταν τό κουνάει κανείς πάνω κάτω για να τό ησυχάσει ή να τό διασκεδάσει.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταχταρίζω — Ν κουνώ πάνω κάτω βρέφος, το οποίο κρατώ στην αγκαλιά μου, για να τό καθησυχάσω ή να τό διασκεδάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάχτι + κατάλ. ρίζω (πρβλ. νιαου ρίζω)] … Dictionary of Greek
taht — TAHT, tahturi, s.n. (înv.) 1. Reşedinţă a unei subprefecturi sau a altei administraţii locale. 2. Staţie de poştă; poştă. 3. Tron împărătesc; scaun domnesc. [var.: tact, taft s.n.] – Din tc. taht. Trimis de LauraGellner, 23.06.2004. Sursa: DEX 98 … Dicționar Român